- τιμητῇ
- τῑμητῇ , τιμητήςvaluermasc dat sg (attic epic ionic)τῑμητῇ , τιμητόςvaluedfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek
προγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. καταδιώκω ή καταδικάζω άδικα πολιτικούς αντιπάλους μσν. αρχ. γράφω προηγουμένως («τὰς αἰτίας προύγραψα πρῶτον», Θουκ.) αρχ. 1. προαναφέρω («ὁ προγεγραμμένος ἀριθμός» ο αριθμός που μνημονεύθηκε πιο πάνω, που προαναφέρθηκε, Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
σύγκλητος — Νομοθετικό και διοικητικό σώμα διάφορων πολιτειών και κυρίως η ρωμαϊκή γερουσία (senatus). Στην αρχαία Αθήνα Σ. λεγόταν, η έκτακτη σύνοδος της εκκλησίας του δήμου (σύγκλητος εκκλησία). Σ. λέγεται σήμερα το ανώτατο διοικητικό σώμα από καθηγητές… … Dictionary of Greek
τιμητικός — ή, ό / τιμητικός, ή, όν, ΝΜΑ [τιμητής] 1. (για πρόσ.) αυτός που παρέχει, που αποδίδει τιμή σε κάποιον (α. «τιμητική φρουρά» β. «τιμητικὸς... τῶν καθηγησαμένων», Πλούτ.) 2. αυτός που δηλώνει τιμή, που φανερώνει εκτίμηση σε κάποιον (α. «τιμητικός… … Dictionary of Greek
τιμητός — ή, ό / τιμητός, ή, όν, ΝΑ [τιμώ] 1. αυτός τού οποίου η αξία μπορεί να υπολογιστεί 2. ο άξιος τιμής, εκτίμησης αρχ. 1. αυτός που αξίζει να υπολογιστεί, να ληφθεί σοβαρά υπ όψιν («τὸ τοῡ χρόνου τιμητόν», Ιώσ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τιμητόν πρόστιμο … Dictionary of Greek
υποτιμητής — ο / ὑποτιμητής, ΝΑ [ὑποτιμῶ] νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στην υποτίμηση τής αξίας («υποτιμητές τού συναλλάγματος») 2. αυτός που επιδιώκει τη μείωση τών χρηματιστηριακών αξιών με πωλήσεις ή αθρόα προσφορά τίτλων αρχ. (στην αρχ. Ρώμη) ο βοηθός… … Dictionary of Greek
Κάτων, Μάρκος Πόρκιος, ο Νεότερος — (Marcus Porcius Cato, 95; – Ουτίκη 46 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός και φιλόσοφος. Από τον τόπο του θανάτου του έχει λάβει την προσωνυμία Uticensis. Ήταν δισέγγονος του Κάτωνα του Τιμητή (βλ. λ., παρακάτω). Ήταν άνθρωπος με αυστηρή και άκαμπτη… … Dictionary of Greek